ανεξαίρετος

ανεξαίρετος
-η, -ο
1. αυτός που δεν εξαιρείται ή δεν μπορεί να εξαιρεθεί
2. επίρρ. ανεξαιρέτως κ. -αίρετα
χωρίς εξαίρεση, χωρίς διάκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εξαίρετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον διδάσκαλο του Γένους και καθηγητή της Ιστορίας Δημήτριο Ν. Βερναρδάκη, ενώ το επίρρ. ανεξαιρέτως μαρτυρείται από το 1852 στον δημοσιογράφο Παν. Χαλκιόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανεξαίρετος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εξαιρείται: Κανένας κανόνας δεν είναι ανεξαίρετος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”